Χωρίς φεγγάρι και καταχείμωνο, η νύχτα με τρόμαζε πολύ. Με το πρώτο σούρουπο όλες οι δραστηριότητες στα χωράφια, στις ελιές, στα κοπάδια, στο σπίτι σταματούσαν. Μπροστά στο τζάκι, πηγή φωτός, ο σοφράς και γύρω από κείνον τα σκαμνιά κι εκεί καθισμένη όλη η οικογένεια.
Η Γιαγιά φρόντιζε πάντα για το λαδάκι και το φυτίλι του λύχνου, που έκαιγε κρεμασμένος αριστερά στο εσωτερικό του τζακιού, και τη βοηθούσε να
βλέπει, αν ο τραχανάς, το αγαπημένο της βραδινό, ήταν έτοιμος για σερβίρισμα.
Πάνω στο τζάκι η λάμπα πετρελαίου με το μεγάλο γυαλί της φώτιζε δειλά – δειλά ίσα για να φάμε. Γέλια και κουβέντα την ώρα του φαγητού και ο θόρυβος απ’τα κουτάλια στα εμαγιέ, πιάτα, έμοιαζε σαν συναυλία.
Μόλις τα αδειανά πιάτα μεταφερόντουσαν στον, από πέτρες νεροχύτη για να πλυθούν με το πρώτο φως της ημέρας, άρχιζε η νύχτα. Δεν υπήρχε βράδυ!! Στο διπλό σιδερένιο κρεβάτι έπεφταν για ύπνο οι γονείς, στ’άλλο ο παππούς κι η γιαγιά και στρωματσάδα στο πάτωμα τα παιδιά. Ο λύχνος και η λάμπα έσβηναν και έπαιρνε την τιμητική του το καντηλάκι, γεμάτο λάδι και στη μέση το φυτίλι, και κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι, που άκουγε την προσευχή όλης της οικογένειας.
Κάποιες φορές είχαμε και επισκέψεις από θείους και ξαδέρφια, μεγάλο πανηγύρι!!. Οι μεγάλοι μιλούσαν για τις δουλειές τους και εμείς τα παιδιά παιχνίδι μες τα πόδια τους, ανακατεμένοι όλοι.
Όλος ο κόσμος για μας ήταν ο κόσμος μας: Ο Λύχνος, η λάμπα, το καντηλάκι, το φανάρι που μας συνόδευε τις νύχτες στην μόνη και εξωτερική τουαλέτα το << μέρος >> δίχως να σβήσει με αέρα, με βροχή εκεί μες το σκοτάδι.
Και η ζωή κυλούσε. Το τζάκι και το καντηλάκι εκεί στη θέση τους πάντα, η λάμπα όμως με το πετρέλαιο και το γυαλί της και ο λύχνος τώρα έγιναν παρελθόν. Πάνω στο τζάκι, το γκαζάκι με το γαλακτερό γυαλί που φωτίζει τη φαμίλια την ώρα του φαγητού. Πάει κι ο σοφράς, πάνε και τα σκαμνάκια. Τραπέζι και καρέκλες!! Μα και το φαναράκι πέθανε και τη θέση του πήρε ο φακός.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο παππούς και η γιαγιά έφυγαν για πάντα, έφυγαν και οι γονείς, όχι στην ώρα τους. Τα κοπάδια τέλος, τα χωράφια γέμισαν αγριόχορτα, και οι ελιές αγριλίδια. Τα παιδιά μεγάλωσαν, και έγιναν γονείς.
Και μετά να, ήρθε το φως!! Ανάμεσα στις ελιές και τα χωράφια ή ΔΕΗ φύτεψε τις κολώνες της, τέντωσε στα κεφάλια τους τα σύρματα, πάτησε το κουμπί και να το φως!! Η νύχτα; Έγινε μέρα, τα’αγρίμια σάστισαν και σκόρπισαν. Τι σου είναι αλήθεια η τεχνολογία. Και να σκεφτεί κανείς ότι η Νέα Υόρκη ηλεκτροδοτήθηκε το 1891 και ο συνοικισμός το 2009!!.
Με πόνο τώρα φροντίζω τις πρώτες πηγές φωτός, τη λάμπα μας, το λύχνο, το φαναράκι μας και ψάχνω πάνω τους να εντοπίσω τα’αχνάρια των παλιών.
Η δική μου οικογένεια τώρα δεν μοιάζει καθόλου με την πατρική μου οικογένεια, εκείνη του σοφρά και της λάμπας. Τα παιδιά μου νιώθουν άνθρωποι με το φως της ΔΕΗ και των φωτοβολταικών.
Εγώ πάλι νιώθω σαν τα’αγρίμια που σκόρπισαν.
Υ.Γ. Από τους φωτισμένους ένα μεγάλο ευχαριστώ για το ενδιαφέρων που δήξανε.
Ο Φουρνιώτης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η γνώμη σας για όλη αυτή την προσπάθεια είναι σημαντική και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για τον πολύτιμο χρόνο σας.