Ό
πως και τα συναισθήματά τους, εκείνο το βραδάκι , στην άκρη του λιμανιού.
Το πλοίο μόλις είχε φύγει για τον Πειραιά φορτωμένο με φαντάρους και φορτηγά.
Είχε λίγη συννεφιά και ο θόρυβος των μηχανών σκέπαζε λόγια, σκέψεις και τη
μουσική του διπλανού καφενείου.
Ότι δεν έπρεπε να ακουστεί, όσα δεν έπρεπε να βγουν από τα χείλη τους τα σκέπαζε η βοή των ανθρώπων που είχαν κατέβει στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους… Οι δυό τους, λίγα μέτρα πιο πέρα παρέμεναν στο τραπέζι με δυο ποτήρια κρασί και χείλη σφιχτά γιατί το πλοίο είχε απομακρυνθεί και ο θόρυβος των μηχανών έσβηνε σιγά σιγά!
-Αύριο θα είμαι και εγώ μέσα …, της είπε και εκείνη γύρισε το κεφάλι προς τη
θάλασσα ψάχνοντας με το βλέμμα της το καράβι που χανόταν μακριά.
Σαν να μην άκουσε, σαν να ήθελε να μην ακούσει…
-Το ήξερες…από την αρχή σου το είχα πει…, της είπε ξανά και ήπιε μια γουλιά
κρασί στυφό…
Δίπλα τους περνούσαν ξένοι και γνωστοί…
-Φεύγεις αύριο ρε Μιχάλη?
Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν …
-Ναι.. αύριο το βράδυ…
-Τελευταίο κρασάκι μαζί, ε?
Τελευταίο κρασάκι …Τον κοίταξε με βλέμμα καρφωμένο στα μάτια του , σαν να
περίμενε την απάντηση…
-Ναι ..το τελευταίο κρασί…
Σαν από αδέξια κίνηση, το δικό της ποτήρι έπεσε στο τσιμέντο…
Κύλησε το κόκκινο κρασί ως τη θάλασσα και τα γυαλιά άστραφταν από μια
αχτίδα του ήλιου που πετάχτηκε μέσα από τα σύννεφα.
-Συγνώμη…είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Δεν έγινε τίποτα θα μας φέρουν άλλο..
-…καλύτερα όχι…ήταν το τελευταίο…Ας φύγουμε κάνει και ψύχρα…θα πιάσει και
βροχή…μαζεύτηκαν πολλά σύννεφα…
Άρχισε να βρέχει λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να μπουν στο σπίτι…
Το φθινόπωρο ήταν βαρύ στο νησί…Βιαζόταν ο χειμώνας και οι μέρες
υγρές χτυπούσαν στο κόκαλο.
Εκείνη ήξερε από τους Χιώτικους χειμώνες…Δέκα χρόνια τώρα ζει εκεί και τους
έμαθε καλά…
Έρχονται νωρίς …
-Έτσι είναι οι καπεταναίοι, της έλεγε η πεθερά της κάθε λίγο και λιγάκι…,
ταξιδεύουν όλο το χρόνο και εμείς περιμένουμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά
τους…
-Τα δικά μου παιδιά θέλω να έχουν και πατέρα . Εδώ.
-Να μην έπαιρνες ναυτικό…
-Εκείνος με πήρε…
-Όπως και να’χει τώρα θα μείνεις εδώ και να προσέχεις…Δεν θέλουν πολύ οι
Νησιώτες να μας κρεμάσουν κουδούνια…
Και έμεινε…και έβλεπε τους χειμώνες να περνούν από τη ψυχή της και το κορμί
της…και κάθε βροχή να τρυπά βαθιά τα κόκαλά της…
Ο Φουρνιώτης
πως και τα συναισθήματά τους, εκείνο το βραδάκι , στην άκρη του λιμανιού.
Το πλοίο μόλις είχε φύγει για τον Πειραιά φορτωμένο με φαντάρους και φορτηγά.
Είχε λίγη συννεφιά και ο θόρυβος των μηχανών σκέπαζε λόγια, σκέψεις και τη
μουσική του διπλανού καφενείου.
Ότι δεν έπρεπε να ακουστεί, όσα δεν έπρεπε να βγουν από τα χείλη τους τα σκέπαζε η βοή των ανθρώπων που είχαν κατέβει στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους… Οι δυό τους, λίγα μέτρα πιο πέρα παρέμεναν στο τραπέζι με δυο ποτήρια κρασί και χείλη σφιχτά γιατί το πλοίο είχε απομακρυνθεί και ο θόρυβος των μηχανών έσβηνε σιγά σιγά!
-Αύριο θα είμαι και εγώ μέσα …, της είπε και εκείνη γύρισε το κεφάλι προς τη
θάλασσα ψάχνοντας με το βλέμμα της το καράβι που χανόταν μακριά.
Σαν να μην άκουσε, σαν να ήθελε να μην ακούσει…
-Το ήξερες…από την αρχή σου το είχα πει…, της είπε ξανά και ήπιε μια γουλιά
κρασί στυφό…
Δίπλα τους περνούσαν ξένοι και γνωστοί…
-Φεύγεις αύριο ρε Μιχάλη?
Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν …
-Ναι.. αύριο το βράδυ…
-Τελευταίο κρασάκι μαζί, ε?
Τελευταίο κρασάκι …Τον κοίταξε με βλέμμα καρφωμένο στα μάτια του , σαν να
περίμενε την απάντηση…
-Ναι ..το τελευταίο κρασί…
Σαν από αδέξια κίνηση, το δικό της ποτήρι έπεσε στο τσιμέντο…
Κύλησε το κόκκινο κρασί ως τη θάλασσα και τα γυαλιά άστραφταν από μια
αχτίδα του ήλιου που πετάχτηκε μέσα από τα σύννεφα.
-Συγνώμη…είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Δεν έγινε τίποτα θα μας φέρουν άλλο..
-…καλύτερα όχι…ήταν το τελευταίο…Ας φύγουμε κάνει και ψύχρα…θα πιάσει και
βροχή…μαζεύτηκαν πολλά σύννεφα…
Άρχισε να βρέχει λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να μπουν στο σπίτι…
Το φθινόπωρο ήταν βαρύ στο νησί…Βιαζόταν ο χειμώνας και οι μέρες
υγρές χτυπούσαν στο κόκαλο.
Εκείνη ήξερε από τους Χιώτικους χειμώνες…Δέκα χρόνια τώρα ζει εκεί και τους
έμαθε καλά…
Έρχονται νωρίς …
-Έτσι είναι οι καπεταναίοι, της έλεγε η πεθερά της κάθε λίγο και λιγάκι…,
ταξιδεύουν όλο το χρόνο και εμείς περιμένουμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά
τους…
-Τα δικά μου παιδιά θέλω να έχουν και πατέρα . Εδώ.
-Να μην έπαιρνες ναυτικό…
-Εκείνος με πήρε…
-Όπως και να’χει τώρα θα μείνεις εδώ και να προσέχεις…Δεν θέλουν πολύ οι
Νησιώτες να μας κρεμάσουν κουδούνια…
Και έμεινε…και έβλεπε τους χειμώνες να περνούν από τη ψυχή της και το κορμί
της…και κάθε βροχή να τρυπά βαθιά τα κόκαλά της…
Ο Φουρνιώτης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η γνώμη σας για όλη αυτή την προσπάθεια είναι σημαντική και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για τον πολύτιμο χρόνο σας.