Ο κυρ Μιχάλης

Ο κυρ Μιχάλης έπαιρνε τα πόδια του κάθε πρωί, χειμώνα-καλοκαίρι, και με την ίδια ευλάβεια κατέβαινε την Καισαριανή, διέσχιζε το Παγκράτι για να καταλήξει απέναντι από το ποτάμι, εκεί όπου σήμερα λέγεται… Μιχαλακοπούλου και Β. Κωνσταντίνου και παλιότερα Ιλισός.
Κάπου- κάπου ανηφόριζε προς το κέντρο και αφού πέρναγε μέσα από το Κολωνάκι εμφανιζόταν στο Σύνταγμα και τη γύρω περιοχή πουλώντας την

πραμάτεια του, με τον ευγενικό και ήπιο τρόπο, που έχει εκείνος που όχι απλώς ξέρει τη δουλειά του, αλλά ξέρει να σέβεται τον συν- άνθρωπό.

Ο κυρ Μιχάλης, συνεπής λαχειοπώλης της Αθήνας, «έγραψε» χιλιάδες χιλιόμετρα για να προικίσει τις κόρες του και να τις σπουδάσει, μα άφησε την τελευταία του πνοή σε πεζοδρόμιο του Κολωνακίου. Χτυπημένος αλύπητα από κλέφτες. Του πήραν τα λαχεία και τις εισπράξεις της ημέρας. Βράδυ Τετάρτης.

Τη βαρβαρότητα δεν σκέπασε κάποιος σκοτεινός δρόμος. Εκεί που η ζωή κοχλάζει, κατέληξε ο κυρ Μιχάλης, αβοήθητος από συνεπιβάτες - λέξη κολακευτική για αδιάφορους σιωπούντες. Αιμόφυρτός σε αστικό λεωφορείο. Ένα από εκείνα, όπου πολύ συχνά οι οδηγοί εξασκούν όλη τη γενναιότητά τους για να πουλήσουν εξουσία σε γέρους, ξένους, κυριούλες που πάνε στη δουλειά τους και λογής λογής μεταφερόμενους. Άλλοτε προσπερνώντας επιδεικτικά μια στάση, άλλοτε κρατώντας κλειστή μια πόρτα, άλλοτε οδηγώντας με ταχύτητες και φρένα ενός ράλι.

Σ’ ένα τέτοιο δημόσιο λεωφορείο γδάρθηκε ανελέητα και ληστεύτηκε ο κυρ Μιχάλης, χωρίς κανένας από τους λίγους παρατηρητές και τον οδηγό να τον βοηθήσουν. Πώς άνοιξαν οι πόρτες και κατέβηκαν οι ληστές, πώς άνοιξε η πόρτα και σύρθηκε έξω αβοήθητος εκείνος, παραμένει μυστήριο. Θα περάσει στα ψιλά.

Εκείνο που μαθαίνουμε κάθε μέρα δεν είναι η βία που πυκνώνει γύρω μας. Αυτή υπάρχει ήδη από τον Κάιν. Το ανατριχιαστικό είναι ο «εαυτούλης» που θριαμβεύει όλο και πιο συχνά, όλο και πιο αυτονόητα, όλο και πιο επιθετικά με την απαίτηση να υπάρχει και να νικάει. Το αίτημα των καιρών δεν είναι πια η αυτοθυσία και η συνύπαρξη. Είναι να σώσουμε το τομαράκι μας. Τρώγοντας- ενίοτε- τον διπλανό μας.

Όλοι -ή οι λίγοι- που έβλεπαν τον κυρ Μιχάλη να δέρνεται, να ληστεύεται και έμειναν βουβοί μάρτυρες , θα δικαιολογηθούν αυτομάτως από το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. «Να πάνε να μπλέξουν και να σκοτωθούν μ' αυτούς τους αλήτες που είχαν μπροστά τους; Τρελός είσαι; Έχεις έρθει στη θέση τους;».

Έχουμε έρθει. Και έχουμε έρθει πολλοί, όχι μόνο με κλεφτρόνια , αλλά και με τραμπούκους, με οπλοφόρους, με ασφαλίτες, με τσαμπουκάδες. Για να μην πούμε ότι δεν είμαστε αυτό που πιστεύαμε. Κυρίως, για να μη γυρίσουμε σπίτι ή στο μαγαζί ή στον καθρέφτη μιας τουαλέτας, να δούμε τη φάτσα μας και να πούμε «φτου σου ρε χέστη».

Oι γενναίοι που βρέθηκαν μάρτυρες στις τελευταίες στιγμές του κυρ Μιχάλη θα γύρισαν σπίτι, και στον καθρέφτη του σπιτιού τους μάλλον θα είπαν με τη μισοκακόμοιρη φωνή, που γαλουχεί πια το πιο μεγάλο κομμάτι της χώρας:

«Μπράβο ρε μάγκα. Την έβγαλες κι απόψε».

Εσύ, κυρ Μιχάλη, σε ποιους τάχα φώναζες μέσα στο λεωφορείο να σε βοηθήσουν;



http://www.topontiki.gr/article/11385

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνώμη σας για όλη αυτή την προσπάθεια είναι σημαντική και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για τον πολύτιμο χρόνο σας.

 
back to top